χθαμαλότητα

χθαμαλότητα
η / χθαμαλότης, -ότητος, ΝΜΑ [χθαμαλός]
το να είναι κανείς χθαμαλός, η ιδιότητα τού χθαμαλού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χθαμαλότητα — χθαμαλότης lowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθαμαλός — ή, ό / χθαμαλός, ή, όν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (συν. για έδαφος) χαμηλός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χθαμαλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων αρχ. 1. μτφ. ποταπός, μηδαμινός, τιποτένιος («χθαμαλοὶ καὶ μικροπρεπεῑς», Θεμίστ.) 2. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”